κολλαρίζω

κολλαρίζω
amidonner

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κολλαρίζω — και κολλάρω, κολλάρισα, κολλαρίστηκα, κολλαρισμένος 1. βρέχω με κόλλα λινά ή βαμβακερά υφάσματα που πρόκειται να σιδερωθούν: Τα πουκάμισά του είναι πάντα κολλαρισμένα. 2. προσθέτω κόλλα στο κρασί για να καθαρίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλαρίζω — βλ. κολαρίζω …   Dictionary of Greek

  • αμυλώνω — [άμυλο] 1. πασπαλίζω κάτι με άμυλο, πουδραρίζω 2. βυθίζω κάτι μέσα σε διάλυμα αμύλου, κολλαρίζω …   Dictionary of Greek

  • colărez — colăréz s. m., pl. colărézi Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic  colăréz (colărézi), s.m. – Bucăţele de cocă sau găluşti de orez care se fierb în lapte. Origine incertă. Posibil de la un fr. colle au riz; cf. totuşi ngr.… …   Dicționar Român

  • αμυλώνω — ωσα, πουδραρίζω, κολλαρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλάρισμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κολλαρίζω. 2. το τεχνητό λαμπικάρισμα του θολού κρασιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”